- παρασημοφορία
- ηαπονομή παράσημου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρασημοφορία — η 1. απονομή παρασήμου σε κάποιον ως ηθική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις 2. η λήψη, από ένα πρόσωπο, παρασήμου που τού απονεμήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο Φυλλάδιον … Dictionary of Greek
παρασημοφόρηση — η [παρασημοφορώ] παρασημοφορία … Dictionary of Greek
παρασημοφόρηση — η βλ. παρασημοφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)